- στεπτός
- στεπτός, ή, όν, ([etym.] στέφω)A crowned, prob. l. in APl.4.306 (Leon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στεπτός — ή, όν, Α [στέφω] αυτός που έχει στεφθεί, εστεμμένος … Dictionary of Greek
στεπτοῖς — στεπτός crowned masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερόστεπτος — ἱερόστεπτος, ον (Α) αυτός που έχει πλεχτεί για ιερή χρήση («ἱεροστέπτοισι [αλλά και δ. γρφ. ἐριοστέπτοισι] κλάδοισιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + στεπτος (< στεπτός < στέφω), πρβλ. εριό στεπτος, πιτύ στεπτος] … Dictionary of Greek
θεόστεπτος — θεόστεπτος, ον (AM, A ποιητ. τ. θειόστεπτος, ον) αυτός που στέφθηκε από θεό («τῶν θεοστέπτων αὐτοκρατόρων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + στεπτος (< στέφω), πρβλ. εριό στεπτος, νεό στεπτος] … Dictionary of Greek
ιόστεπτος — ἰόστεπτος, ον (Α) στεφανωμένος με ία, ιοστέφανος, ιοστεφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + στεπτος (< στέφω), πρβλ. εριό στεπτος, πιτύ στεπτος] … Dictionary of Greek
χαριτόστεπτος — ον, Μ (για γυναίκα) χαριτοστόλιστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + στεπτός (< στέφω), πρβλ. ἐριό στεπτος, πιτύ στεπτος] … Dictionary of Greek
πιτύστεπτος — ον, Α (ποιητ. τ.) ο στεφανωμένος με πίτυ, με κλαδιά πεύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + στεπτός (< στέφω), πρβλ. εριό στεπτος] … Dictionary of Greek
πολύστεπτος — ον, Μ πολυστέφανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στεπτός (< στέφω), πρβλ. εριό στεπτος] … Dictionary of Greek
εριόστεπτος — ἐριόστεπτος, ον (Α) ο στεφανωμένος με μαλλί («ἐριοστέπτοισι κλάδοισιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο( ν) + στεπτός (< στέφω)] … Dictionary of Greek